- μεταδιδόμενοι
- μεταδίδωμιgive part ofpres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερδιαμόρφωση — η, Ν (ραδιοτεχν.) διαμόρφωση που ξεπερνά το ποσοστό 100%, οπότε οι μεταδιδόμενοι από τον αντίστοιχο πομπό ήχοι είναι παραμορφωμένοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + διαμόρφωση] … Dictionary of Greek
ωτακουστήριος — α, ο, Ν φρ. «ωτακουστήρια στοά» στρ. στοά από το άκρο τής οποίας συλλαμβάνονται με την βοήθεια ειδικών οργάνων οι διά μέσου τού εδάφους μεταδιδόμενοι ήχοι τών υπονομευτικών εργασιών τού εχθρού σε καιρό πολέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠτακουστῶ + επίθημα… … Dictionary of Greek